βιοχημικό

βιοχημικό
biyokimyasal

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιοχημικό ίζημα — Ίζημα που σχηματίζεται σε κάποια λεκάνη της Γης με τη συμμετοχή του οργανικού κόσμου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, για παράδειγμα, οι ασβεστόλιθοι, ένα πέτρωμα που σχηματίζεται από το ανθρακικό ασβέστιο που περιέχουν τα κελύφη των νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοκυστεΐνη — η (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου η εναντιομερής μορφή L παίζει τον ρόλο δότη τής ομάδας θειολη SH κατά τον βιοχημικό σχηματισμό τής σερίνης σε κυστεΐνη …   Dictionary of Greek

  • σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …   Dictionary of Greek

  • αεριοχρωματογραφία — Μέθοδος διαχωρισμού αναμεμειγμένων αερίων ή πτητικών υγρών, που επινοήθηκε το 1952 από τον Άγγλο βιοχημικό Άρτσερ Μάρτιν μαζί με τον συνεργάτη του Ρίτσαρντ Σιντζ. Το μείγμα μεταφέρεται από ένα ρεύμα αδρανούς αερίου, π.χ. ρεύμα He. Το ρεύμα αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Γκάουλντ, Στίβεν Τζέι — (Stephen Jay Gould, Νέα Υόρκη 1941 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και παλαιοντολόγος. Σπούδασε γεωλογία στο πανεπιστήμιο Άντιοχ και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή του στην… …   Dictionary of Greek

  • ισοδύναμο δόσης — Όρος της ραδιοβιολογίας, που αναφέρεται στις βιολογικές επιπτώσεις που έχει μία ποσότητα ακτινοβολίας που έχει απορροφηθεί από έναν ιστό ή έναν οργανισμό. Κανονικά, οι επιπτώσεις αυτές έχουν ποιοτικό βιοχημικό ή γενετικό χαρακτήρα, που όμως δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”